- εκτιμητικός
- η , ό[ν] оценочный;
εκτιμητική[ εκθεση — оценочный доклад;
εκτιμητική επιτροπή — оценочная комиссия;
εκτιμητικά
πορίσματα — заключение оценочной комиссии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτιμητική[ εκθεση — оценочный доклад;
εκτιμητική επιτροπή — оценочная комиссия;
εκτιμητικά
πορίσματα — заключение оценочной комиссииΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτιμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτίμηση ή που προήλθε από εκτίμηση («εκτιμητική έκθεση») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την ικανότητα ή την κλίση να είναι εκτιμητής 3. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο που περιέχει τα πορίσματα τής εκτιμήσεως … Dictionary of Greek
εκτιμητικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτίμηση: Εκτιμητική έκθεση. 2. το ουδ. ως ουσ., εκτιμητικό έγγραφο που περιέχει τα πορίσματα εκτίμησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)